λευκωματοειδής

λευκωματοειδής
-ές
1. αυτός που ως προς τη σύστασή του μοιάζει με λεύκωμα
2. (τό ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκωματοειδή
(βιοχ.) τα αλβουμινοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεύκωμα. Για τη λ. ως επιστημον. όρο βλ. λ. αλβουμινοειδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

  • αιμοσφαιρίνη — αιμοσφαιρίνη, η και αιμογλομπίνη, η (ιατρ.), ουσία λευκωματοειδής που αποτελεί το κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”